- προπηλακισμός
- προπηλακισμός, ο και προπηλάκιση, ηη πράξη και το αποτέλεσμα του προπηλακίζω, βρίσιμο, εξευτελισμός, προσβολή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προπηλακισμός — ο, ΝΑ [προπηλακίζω] η προπηλάκιση («ὕβρις καὶ λοιδορία καὶ προπηλακισμός», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
προπηλακισμός — προπηλάκισις contumelious treatment masc nom sg προπηλακισμός masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ … Dictionary of Greek
πηλακισμός — ὁ, Α [πηλακίζω] ο προπηλακισμός, η ρίψη λάσπης εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
στραπάτσο — το, Ν 1. (σχετικά με πράγμ.) ζημιά, φθορά, κακοποίηση 2. (σχετικά με πρόσ.) προπηλακισμός, εξευτελισμός («έπαθε μεγάλο στραπάτσο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. strapazzo < ρ. strapazzare (βλ. λ. στραπατσάρω)] … Dictionary of Greek
προπηλακισμοῖς — προπηλάκισις contumelious treatment masc dat pl προπηλακισμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπηλακισμοί — προπηλάκισις contumelious treatment masc nom/voc pl προπηλακισμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπηλακισμοῦ — προπηλάκισις contumelious treatment masc gen sg προπηλακισμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπηλακισμούς — προπηλάκισις contumelious treatment masc acc pl προπηλακισμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπηλακισμῶν — προπηλάκισις contumelious treatment masc gen pl προπηλακισμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)